- βουρτσίζω
- μετ. чистить, начищать до блеска щёткой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουρτσίζω — βουρτσίζω, βούρτσισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βουρτσίζω — (Μ βουρτσίζω και βυρτσίζω) 1. καθαρίζω κάτι με βούρτσα 2. γυαλίζω κάτι με βούρτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. βουρτσίζω, το μσν. βυρτσίζω πιθ. < αρχ. βύρσα*] … Dictionary of Greek
βουρτσίζω — ισα, ίστηκα, βουρτσισμένος, καθαρίζω ή γυαλίζω κάτι με βούρτσα: Βούρτσισα τα ρούχα και τα παπούτσια μου να φύγει η σκόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηκτρίζω — ΝΜΑ [ψήκτρα] (σχετικά με άλογο) ξυστρίζω νεοελλ. καθαρίζω ή γυαλίζω με βούρτσα, βουρτσίζω μσν. βουρτσίζω προς τα κάτω … Dictionary of Greek
αβούρτσιστος — η, ο [βουρτσίζω] αυτός που δεν ξεσκονίστηκε, δεν γυαλίστηκε ή δεν χτενίστηκε με βούρτσα … Dictionary of Greek
βυρτσίζω — βλ. βουρτσίζω … Dictionary of Greek
μεταψαίρω — (Α) προστρίβω, τρίβω, βουρτσίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * ψαίρω «κινούμαι, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
ψήχω — ΝΑ καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω αρχ. 1. ξυστρίζω («ἱπποκόμοι ψήχοντες τοὺς ἵππους ψόφον ἐποίουν», Ξεν.) 2. τρίβω ελαφρά («φαρμάκῳ ἔψηχεν θηρὸς κάρη», Απολλ. Ροδ.) 3. φθείρω, καταστρέφω με την τριβή («πέτρην ψήχει χρόνος», Ανθ. Παλ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek